λάγκεμα

λάγκεμα
το
βλ. λάγγεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λάγγεμα — και λάγκεμα, το (Μ λάγγεμα) [λαγγεύω] 1. αποχαύνωση, λιγωμα ιδίως από ερωτικό πόθο 2. νάζι, σκέρτσο 3. (ιδιωμ. στη Μάνη κ.α.) ο πόνος και η άναρθρη φωνή που εκβάλλει αυτός που πονάει μσν. άλμα, πήδημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”